- φίδια
- (οφίδια). Υπόταξη της ομοταξίας των ερπετών, που αποτελούν, μαζί με τα σαυροειδή, την τάξη των λεπιδωτών. Τα φ. παρουσιάζουν διάφορα τυπικά χαρακτηριστικά, μεταξύ των οποίων κυρίως το σχήμα, πάντοτε επίμηκες, και η έλλειψη άκρων (μόνο σε μερικά είδη υπάρχουν ίχνη πίσω άκρων, που αποτελούνται από πολύ περιορισμένα οστά της πυέλου). Τα φ. καλύπτονται από κεράτινα στοιχεία που έχουν σχήμα, διαστάσεις και διάταξη διαφορετικές όχι μόνο ανάλογα με τα είδη, αλλά και από ζώνη σε ζώνη στο ίδιο άτομο: π.χ. το κεφάλι προστατεύεται γενικά από πλάκες διαφόρων μεγεθών, ενώ η ράχη και τα πλευρά είναι προικισμένα με ίσες μεταξύ τους φολίδες, διατεταγμένες σε κανονικές σειρές. Η επικάλυψη αυτή πρέπει να αλλάζει περιοδικά για να επιτρέπει την ανάπτυξη του ζώου, που την εγκαταλείπει ολόκληρη.
Το μήκος των φ. ποικίλλει από περίπου 10 εκ. έως 10 μ. και η διάμετρός τους από 2 χιλιοστά έως 30 εκ. Η σπονδυλική στήλη αποτελείται από πολυάριθμα στοιχεία (περίπου μέχρι 500), καθένα από τα οποία, εκτός από τα πρώτα δύο και τα ουραία, είναι προικισμένο με ένα ζευγάρι πλευρών που συνδέονται με τις αντίστοιχες κοιλιακές πλάκες και επιτρέπουν την κίνηση. Το κρανίο είναι ισχυρά οστεοποιημένο και εξαιτίας της ευκινησίας των τετράγωνων οστών και της διαστολής των ημιγνάθων, που ενώνονται μεταξύ τους με ελαστικό δεσμό, το στόμα μπορεί να ανοίξει υπερβολικά. Τα δόντια βρίσκονται στην επάνω και στην κάτω γνάθο, αλλά μερικές φορές και στο προγναθιαίο oστούν και στον ουρανίσκο. Έχουν συνήθως αγκιστροειδές σχήμα και μπορούν να είναι γεμάτα με μια διαμήκη αύλακα ή να έχουν έναν λεπτό εσωτερικό αγωγό: τα αυλακωτά δόντια και εκείνα με τον αγωγό είναι χαρακτηριστικά των ιοβόλων φ. Σε μια μεμβρανώδη θήκη του στοματικού δαπέδου βρίσκεται η γλώσσα –λεπτή, πολύ μακριά, διχαλωτή, πλούσια σε οσφρητικά στοιχεία και στοιχεία αφής– που μπορεί να προεκταθεί ακόμα και με κλειστό στόμα, επειδή το πάνω χείλος έχει μια κατάλληλη αύλακα. Ο οισοφάγος, πολύ μακρός και διασταλτός, δεν μετέχει στην πέψη, αν και σε αυτόν παραμένουν, μερικές φορές για πολύ, τμήματα των μεγαλύτερων διαστάσεων λείας. Στο στομάχι, που έχει σχήμα επιμήκους θυλάκου, τα γαστρικά υγρά είναι άφθονα και πολύ δραστικά. Το έντερο καταλήγει στην αμάρα, όπου εκβάλλουν και οι ουρητήρες και φτάνουν τα αναπαραγωγικά στοιχεία.
Η καρδιά, που περιλαμβάνει μία μόνο κοιλία και δύο κόλπους, είναι επιμήκης· το κυκλοφορικό σύστημα δεν παρουσιάζει αξιοσημείωτα χαρακτηριστικά. Για την αναπνοή χρησιμεύει γενικά μόνο ο αρκετά μακρός δεξιός πνεύμονας, ο άλλος είναι μικρός ή ατροφικός. Η τραχεία εκβάλλει στο μπροστινό τμήμα του στοματικού δαπέδου, έτσι που τα φ. μπορούν να αναπνέουν ακόμα και όταν ο λαιμός είναι φραγμένος από ογκώδη λεία. Τα μάτια, ανεπτυγμένα κατά διάφορους τρόπους, ανάλογα με τα γένη, προστατεύονται από σταθερά καλύμματα, που αλλάζουν κι αυτά μαζί με την υπόλοιπη επικάλυψη. Η κόρη του ματιού, όταν είναι ελλειπτικού σχήματος, μπορεί να έχει τον μεγάλο άξονα κάθετο ή οριζόντιο. Τα ακουστικά όργανα είναι υποτυπώδη, επειδή λείπει το εξωτερικό τμήμα και έχουν το μέσο και το εσωτερικό αυτί περιορισμένα. Εξάλλου φαίνεται βέβαιο ότι τα φ. αντιλαμβάνονται τους ήχους μέσω των στερεών σωμάτων, αντί μέσω του αέρα. Τα ρουθούνια, που ανοίγονται στα πλευρά του ρύγχους, συνδέονται με έναν θάλαμο πλούσιο σε οσφρητικά κύτταρα. Επιπλέον, όργανα αφής είναι διάσπαρτα σε όλο σχεδόν το σώμα: η αισθητήρια αυτή οργάνωση συμπληρώνει έτσι, στους δύο τομείς, την πληροφοριακή λειτουργία που ασκεί η γλώσσα.
Τα φ. έχουν ξεχωριστά φύλα και, κατά το μεγαλύτερο μέρος, είναι ωοτόκα. Γεννούν μεγάλα αβγά, σε αριθμό που κυμαίνεται περίπου από 2 έως 100, ανάλογα με τις διαστάσεις του είδους. Τα αβγά, συνήθως επιμήκη, έχουν ελαστικό κέλυφος και λεύκωμα μάλλον αραιό. Για την επώαση αρκεί συνήθως η θερμοκρασία του περιβάλλοντος· μόνο τα θηλυκά των πυθωνίδων ασχολούνται με αυτήν. Στο τέλος της ανάπτυξης, κάθε μικρό σπάζει το κέλυφος του αβγού χρησιμοποιώντας έναν σχηματισμό, σκληρό και εφήμερο, που υπάρχει στην άκρη του ρύγχους. Σε πολλά φ. η ανάπτυξη του εμβρύου έχει στην πράξη συμπληρωθεί όταν εναποτίθεται το αβγό. Τέλος, διάφορα είδη είναι ζωοτόκα. Τα φ., επειδή είναι ετερόθερμα ζώα, είναι ιδιαίτερα διαδεδομένα στις περιοχές με θερμό και εύκρατο κλίμα· πολλά είδη παραμένουν στο έδαφος ή στα δέντρα, μερικά είναι υπόγεια και άλλα, αντίθετα, ζουν στα γλυκά ή αλμυρά νερά. Η τροφή τους αποτελείται σχεδόν πάντοτε από ζωντανά ζώα. Μερικά φ. τρέφονται με τα όμοιά τους, ενώ άλλα κυρίως με αβγά πουλιών.
Η υπόταξη των φ. περιλαμβάνει περίπου 2.300 είδη, συγκεντρωμένα σε 18 οικογένειες, από τις οποίες αναφέρουμε τις κυριότερες: βιπερίδες ή εχιδνίδες, πολύ ιοβόλα, διαδεδομένα στην Ευρασία και στην Αφρική· κροταλίδες, και αυτά ιοβόλα, ιδιαίτερα διαδεδομένα στην Αμερική, αλλά και στην Ασία και στη νοτιοανατολική Ευρώπη· ελαπίδες, με πολλά είδη αρκετά ιοβόλα, διαδεδομένα σε διάφορες ηπείρους, εκτός από την Ευρώπη· υδροφίδες, ιοβόλα των θερμών ζωνών του Ειρηνικού και Ινδικού· κoλουβρίδες, διαδεδομένα σχεδόν παντού, ιδιαίτερα στις εύκρατες και θερμές περιοχές: περιλαμβάνουν περίπου το 70% των ειδών των φ.· πυθωνίδες, που απαντούν προπάντων στην Αφρική, εκτός από τη Μαδαγασκάρη, στη νοτιοανατολική Ασία και στην Αυστραλία· βοΐδες, που ζουν συνήθως στα τροπικά δάση της Αμερικής, απαντούν όμως και στην Αφρική, στη νότια Ασία και στη νοτιοανατολική Ευρώπη· τυφλωπίδες, υπόγεια φ. σχεδόν τυφλά, διαδεδομένα στις θερμές ζώνες.
Απολίθωμα φιδιού (φωτ. ΑΠΕ).
Το έριξ της Ινδίας ανήκει στα ιοβόλα φίδια και μπορεί να προκαλέσει τον ακαριαίο θάνατο του θύματός του.
Μίκρουρος, φίδι ωφέλιμο στον άνθρωπο, γιατί σκοτώνει πολυάριθμα ιοβόλα φίδια.
Ανάμεσα στα 1.300 είδη φιδιών, ιδιαίτερο επιστημονικό ενδιαφέρον έχουν τα ιοβόλα, διαδομένα σ’ όλο τον κόσμο. Τέτοιο είναι και το φίδι της φωτογραφίας, το τόρο της Κεντρικής Αμερικής.
Θέση του ιοβόλου αδένα (α) και των ιοβόλων δοντιών (δ) στα οπισθόγλυφα (1) και στους προτερογλυφίδες (2)· (3) τομή δοντιού· προτερογλυφίδη (4) κρανίο· και (5) κεφάλι κροταλίδη.
Dictionary of Greek. 2013.